εὐπειθῆ

εὐπειθῆ
εὐπειθής
ready to obey
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
εὐπειθής
ready to obey
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
εὐπειθής
ready to obey
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντίνοος — I Μυθολογικό προσώπου. Ο αρχηγός των μνηστήρων της Πηνελόπης, συζύγου του Οδυσσέα. Ήταν γιος του Ευπείθη, από ευγενή οικογένεια της Ιθάκης. Πίεσε τον Τηλέμαχο να πείσει τη μητέρα του να τον παντρευτεί και, επειδή o νέος αρνήθηκε, συνωμότησε με… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… …   Dictionary of Greek

  • συμμορφώνω — συμμόρφωσα, συμμορφώθηκα, συμμορφωμένος 1. κάνω κάποιον σύμφωνο με κάτι, τον εναρμονίζω με κάτι: Δε συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις. 2. σωφρονίζω, κάνω κάποιον ευπειθή: Μόνο με το ξύλο θα τον συμμορφώσεις. 3. τακτοποιώ, ευπρεπίζω: Προσπάθησε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”